|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λατόμευση? — — θεσσαλονικιώτικος — λογοπαίκτης — βροχόμετρο — ατελής — παπαγαλάκι — πολυμορφικός — κακότυχος — νεκροσκοπία — στάλαξη — εσωτερικώς — περιαυχένιο — καινοτομία — λαύδανο — άγνωστη — μονοκονδυλιά — αεροναυτίλος — ξέφρενος — υπομισθώνω — κρούω — μειωμένος — αριστεροδέξιος |
|||