|
η хим. пироксилин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пироксилин? — ξυλοπυρίτιδα как с (ново)греческого переводится слово ξυλοπυρίτιδα? — пироксилин — πούδρα — χλοΐζω — πολεμοχαρής — γηράματα — αμβλύτητα — βικάριος — λεπτο- — πουτανίστικος — ασπάζομαι — καθείς — ποτάμιος — ακριβά — παρανομασία — επίπλευσις — στάλος — υποτεταγμένος — υδρορροή — κότσος — παιζογελάω — ασέβαστος — αλειμματοκέρι |
|||