Новогреческий словарь
αρροκάνιστος
αρροκάνιστ|ος
1)
необструганный
;
2) перен.
неотёсанный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
необструганный
? —
αρροκάνιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
неотёсанный
? —
αρροκάνιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρροκάνιστος
? — необструганный, неотёсанный
#
(ново)греческий словарь
—
λιθοβόλημα
—
μικροκάμωτος
—
σιτοφάγος
—
εκσπώ
—
προδιόρθωση
—
γύρωμα
—
μακροτάξιδος
—
μονοκάμαρα
—
αγρός
—
εφημεριδοπώλης
—
ασυμβίβαστο
—
μικρολογώ
—
ξεραίνω
—
καρυοειδής
—
ρινοπλαστία
—
στραγγιστήρι
—
κατάστερος
—
χρονικά
—
άλλαχτος
—
στέρνα
—
δροσάνεμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве