Новогреческий словарь
τουφέκισμα
τουφέκισμα
το 1)
расстрел
;
2)
выстрел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
расстрел
? —
τουφέκισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
выстрел
? —
τουφέκισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τουφέκισμα
? — расстрел, выстрел
#
(ново)греческий словарь
—
κωμειδύλλιο
—
καλπουζάνος
—
εθελοδουλεύω
—
κρυπτογραφικός
—
αποψυκτήριο
—
μονωδός
—
ασύνδετος
—
δονζουανικός
—
μπαρμακλίκι
—
ριψοκινδυνεύω
—
σημειωτής
—
γεωλογικός
—
ρουσφετολογικός
—
αψινθώνω
—
φαντασία
—
αυτοκοτάκριση
—
μνημοσύνη
—
συμπολιτεύομαι
—
λιθοβολισμός
—
κλιματισμός
—
γλείφω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве