|
узколистный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узколистный? — στενόφυλλος как с (ново)греческого переводится слово στενόφυλλος? — узколистный — ανικανοποίητο — ανέβα — αλάνθαστο — υποσυνείδητος — υπεισέλευση — αδωροδόκητος — δασονομείο — μεταξάδικο — επαδά — λεονταρίσιος — χρησμοδοτώ — γυφτόπουλο — συντομία — σκαλιστήρι — προγονισμός — γερουσία — πυρηνοκίνητος — απορροφώμαι — καταδικαστέος — δικάω — αναχωματισμός |
|||