στενόφυλλ|ος

формы словаβ
στενόφυλλ|ος
узколистный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово узколистный? — στενόφυλλος
как с (ново)греческого переводится слово στενόφυλλος? — узколистный


ανικανοποίητοανέβααλάνθαστουποσυνείδητοςυπεισέλευσηαδωροδόκητοςδασονομείομεταξάδικοεπαδάλεονταρίσιοςχρησμοδοτώγυφτόπουλοσυντομίασκαλιστήριπρογονισμόςγερουσίαπυρηνοκίνητοςαπορροφώμαικαταδικαστέοςδικάωαναχωματισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit