|
невежественный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невежественный? — ακάτεχος как с (ново)греческого переводится слово ακάτεχος? — невежественный — ρωσοελληνικός — τρεμουλιάζω — πάχυνση — προνομία — κατασκονίζω — νιτρογλυκερίνη — μοναχογιός — δαγγειοπαθής — αιμοβόρος — ηγεμονόπαιδο — λαιμαριά — αθλομανής — αναβόλα — αποκαυκαλίζω — γραῒδιο — αναπιάνω — κλινοθεραπεία — βαθυσκάφος — στάξιμο — ωκυτόκιο — ατσιγγάνικος |
|||