|
конный, кавалерийский; ~οί αγώνες — скачки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конный? — ιππικός как на (ново)греческом будет слово кавалерийский? — ιππικός как с (ново)греческого переводится слово ιππικός? — конный, кавалерийский — λυθριάζω — μπαχαρικό — οινογραφία — πάνσοφος — ραπτεργάτης — πούντσι — αποκαταντώ — κεσάτι — σβάστική — νηματώδεις — πιρούνιασμα — απελπισμός — μετενσάρκωση — αποζητιέμαι — τρίεδρος — βεβηλώνώ — αυγίλα — μεσοχώρι — ρεπερτόριο — ενεργώ — εκδηλωτικός |
|||