|
посягатель #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιτιθέμενος? — — πιονέρης — έγκλησις — πεπωρωμένος — επενέβην — τοκοφόρος — ένουρος — αλμοδοχείο — ημίονος — μαθημένος — άδουλος — καβάλημα — πλαναισθησία — πλημμελειοδικείο — ανιχνευτήρας — θαλερός — αντρεία — ακόπως — τέρψη — χαρτοσήμανση — τηλεγραφικός — αντιψυχωτικός |
|||