|
трубчатый; ~ ατμολέβης — трубчатый котёл #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трубчатый? — αυλωτός как с (ново)греческого переводится слово αυλωτός? — трубчатый — επισανίδωμα — αποστροφή — ανισοτιμία — τοπιογραφία — όστρια — μεταγραφή — λόχος — μαστορόπουλο — αποσμβουλεύω — ξεροκαταπίνω — μπεκάτσα — πρόσρησις — κελάρης — ωραιότατα — πολυπειρία — αποστεγνώνω — νίψη — υφέσιμος — πραματευτής — σούρντισμα — προβλέπομαι |
|||