|
το фисташка; ~ αράπικο — арахис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташка? — φυστίκι как с (ново)греческого переводится слово φυστίκι? — фисташка — ξερνοβολώ — εποχή — μανουλίτσα — αλγεριακός — αναμάρτητος — κομμάρα — απειροστημόριο — φρύξη — ελάτης — υπόχυμα — αποδόχος — αποστραγγιστήρας — δαμαστικός — απάγωτος — λιτοδίαιτος — επιβάλλων — σίτευση — αναπάντητος — γυμνόστερνος — γαϊδουροκυλίχτρα — ναυτολόγος |
|||