Новогреческий словарь
φυστίκι
φυστίκι
το
фисташка
;
~ αράπικο — арахис
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фисташка
? —
φυστίκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
φυστίκι
? — фисташка
#
(ново)греческий словарь
—
σύμμαχος
—
συμβατικός
—
αμόνοιαστα
—
νίβω
—
δεματαριά
—
—
αδιάλλακτος
—
σκληραγωγικός
—
ηλιόμετρο
—
πορφυρογέννητος
—
χρυσορρήμων
—
αμούδιαστος
—
αθέρμιστος
—
γλέφαρο
—
εσοχος
—
καπνιά
—
δουλοπρέπεια
—
μνημόσυνο
—
ακαρίαση
—
σαράντα
—
αρνησίδοξος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω