|
η 1) отчуждение; 2) лишение (чего-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отчуждение? — αποξένωση как на (ново)греческом будет слово лишение? — αποξένωση как с (ново)греческого переводится слово αποξένωση? — отчуждение, лишение — ήμων — αντιπεφωνημένος — αυθαδειάζω — κλειδαρότρυπα — ύπαρχος — κούκλος — διαλογισμός — προικίζω — αλληλοδιαψεύδομαι — γκαβούλιακας — σπαθισμός — προσομοιάζω — γεμόφεγγο — σίναπι — πιδέξιος — χειμωνικό — μηχανοτεχνίτης — βρακοφόρος — αμερής — τρίβων — γνωμοδότηση |
|||