|
1) уравнивать; 2) эк. подводить баланс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уравнивать? — ισοσκελίζω как на (ново)греческом будет слово подводить баланс? — ισοσκελίζω как с (ново)греческого переводится слово ισοσκελίζω? — уравнивать, подводить баланс — βουλιμία — δοκίς — ασκότνστος — απροσκάλεστος — ανάμεστος — φέουδο — ακριτολογώ — σουρομαλλιάζω — αντικαθρεφτίζω — εντολοδότις — επείγον — υδρόφυτο — δυσκίνητα — φιλανθρωπισμός — συντηρητικός — ευκίνητο — σιδηρόδεσμος — αλληλοσπαράζομαι — παραλληλία — συνονόματος — ζαχαροδοχείο |
|||