|
η солод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солод? — βύνη как с (ново)греческого переводится слово βύνη? — солод — συνάγω — αλεξίπυρον — τάνκ — αυτορρυθμιστήρας — σκεπαστήριον — ποιοτικός — πάραβλητός — κολύβριο — οφθαλμόρροια — μαϊμουδίζω — μπατάρω — καραγκιόζαινα — χαλκωματάς — γυναικοκατακτητής — ισάκις — εξήλθον — αμονοπώλητος — μουλάρα — σκορπισμένος — μπαγιατοπάζαρο — εκρυθμία |
|||