|
η молочная сестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молочная сестра? — γαλαδερφή как с (ново)греческого переводится слово γαλαδερφή? — молочная сестра — γαριδοσαλάτα — μηνύτρια — ζόφος — όρτυξ — κοπιάρω — τού — κοντραπούντο — βαθμίδα — καθημερινός — σκοτοδινιώ — ανησυχαστικά — μολύβδωση — λευκοδερμία — αμέλγω — χιλιο- — συναλληλία — μάλλινος — γλιγουδεύομαι — θαματουργός — τρωκτικός — καλημέρα |
|||