|
совместно управлять (чем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово совместно управлять? — συνδιοικώ как с (ново)греческого переводится слово συνδιοικώ? — совместно управлять — τραβέρσα — πυριτιδόκονις — ισοταχής — σάλεμα — τάρταρος — ερνατικιά — ατόφυος — διατετιμημένος — προαποστολή — αποδόσιμος — νταμετζάνα — οργανωμένος — απέμφραξη — σημείο — αιματώδικος — ακροβατικός — αζεμάτιστος — αεροπρόσκοπος — εξαστράπτω — μπουρμπουάρ — απροσαγόρευτος |
|||