|
мор. кормовой (о ветре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормовой? — κατάπρυμος как с (ново)греческого переводится слово κατάπρυμος? — кормовой — γυναίκαρος — χοιρίδιο — πολύτεκνος — σεληνοσκόπιο — καπηλεία — πτωχοκομείο — Περσία — κηρός — ναφθαλίνη — ιδρώνω — ανεμοδεικτικός — αρρενογονικός — σεισμόγραμμα — αντικληρικαλισμός — μέγγενη — εμψυχωμένος — φρικιό — γλευκόμετρο — μειώνομαι — αγκαθερός — στραγάλι |
|||