|
ο механизм; аппарат; ~ τού ρολογιού — часовой механизм; κρατικός (διοικητικός) ~ — государственный (административный) аппарат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово механизм? — μηχανισμός как на (ново)греческом будет слово аппарат? — μηχανισμός как с (ново)греческого переводится слово μηχανισμός? — механизм, аппарат — κλαδεύτρια — καρφίτσωμα — απρόκοφτος — ξεχύνομαι — βίρα — μαρτυρίκι — μικρομάγαζο — καταρωτώ — τεϊοπότις — λέβης — αξελάκκιαστος — μπενζίνο — Άτλας — ουρολογία — υπέρταση — ιστιολόγιο — ταυροειδής — σπειρωτός — μαγυαρικός — ευφυολογία — αμμώνιο |
|||