Новогреческий словарь
συγκαίομαι
συγκαίομαι
натирать, стирать ноги
;
πήγαμε πορεία καί συγκάηκα — [phrase]мы ходили в поход, и я натёр себе ноги[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
натирать
? —
συγκαίομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
стирать ноги
? —
συγκαίομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκαίομαι
? — натирать, стирать ноги
#
(ново)греческий словарь
—
ψαρότοπος
—
πύαρ
—
στροφέας
—
υποτιτλίζω
—
στενότητα
—
ενδυναμωτής
—
ιεροκριτικός
—
παστάδα
—
πάροικος
—
φασισταράς
—
φοβερός
—
προσήμανσις
—
γιουχάισμα
—
κουτσούνα
—
γκάστρωμα
—
σφιχτός
—
αναρθρία
—
ακριβοθρέφω
—
ανεμοχάλαζο
—
ασκητήριο
—
συντεχνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω