|
натирать, стирать ноги; πήγαμε πορεία καί συγκάηκα — [phrase]мы ходили в поход, и я натёр себе ноги[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово натирать? — συγκαίομαι как на (ново)греческом будет слово стирать ноги? — συγκαίομαι как с (ново)греческого переводится слово συγκαίομαι? — натирать, стирать ноги — γεροντάκης — σπονδυλωτό — μιλιέμαι — αποπληθωρισμός — φίλαυτος — ωκυτόκιο — μεταφορικώς — βραδυτοκία — στυλά — δανείζομαι — εργοτάξιο — τοματοσαλάτα — μεταβλητότητα — ξεκούραστος — φλογικός — οστρακόδερμος — αντεμετικός — φαφουτιαίνω — αροτήρ — μεγιστάν — προβάτειος |
|||