Новогреческий словарь
καθαριότητα
καθαριότητα
η
чистота, опрятность
;
διατηρώ (τήν) ~ — соблюдать чистоту
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чистота
? —
καθαριότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
опрятность
? —
καθαριότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθαριότητα
? — чистота, опрятность
#
(ново)греческий словарь
—
κοσμιότης
—
καλοδεχούμενος
—
περιτροπή
—
μανικιούρ
—
αρνοψάλιδο
—
κατσούφικα
—
Μεγαλοβδόμαδο
—
ευφλεκτότητα
—
χολοειδής
—
ξενότροπος
—
επιβάρυνση
—
καταιγίδα
—
θεμιστοπόλος
—
ζαμπούκος
—
αχαμήλωτος
—
σαγματοποιία
—
λαμπίζω
—
καλημερίζομαι
—
αχαράμιστος
—
αντιψέγω
—
ακουρμάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве