|
η чистота, опрятность; διατηρώ (τήν) ~ — соблюдать чистоту #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистота? — καθαριότητα как на (ново)греческом будет слово опрятность? — καθαριότητα как с (ново)греческого переводится слово καθαριότητα? — чистота, опрятность — εκλάμπω — διέξοδος — αγνός — απόγι — προγεφυρώμα — στριφογυρίζω — νεκρογενής — ισότιμος — ντιβανάκι — σφυρηλάτηση — μαδερι — αλτήρας — άργος — ιπποτροφείο — αρετή — μεσακός — τριβόλισμο — ρινοβρογχίτιδα — γαργαλίζομαι — πρέφα — έθιμο |
|||