|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βήγμα? — — σταθμός — Αμερικάνα — είτα — επίχρισμα — υβριστής — εντάφιο — κοντομάχαιρο — αναχρονίζομαι — μάζεμα — συνωμότης — ασήμωμα — ανοικτόχρους — αλγεβριστής — συμβιβάσιμος — ξυλαράκι — αμελξη — διακόσα — εργοδότισσα — αρχαιόθεν — εβραιολογία — κόκκινο |
|||