βήγμα

формы словаβ
βήγμα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βήγμα? —


σταθμόςΑμερικάναείταεπίχρισμαυβριστήςεντάφιοκοντομάχαιροαναχρονίζομαιμάζεμασυνωμότηςασήμωμαανοικτόχρουςαλγεβριστήςσυμβιβάσιμοςξυλαράκιαμελξηδιακόσαεργοδότισσααρχαιόθενεβραιολογίακόκκινο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit