Новогреческий словарь
οικοκυρική
οικοκυρική
η
домоводство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
домоводство
? —
οικοκυρική
как с
(ново)греческого
переводится слово
οικοκυρική
? — домоводство
#
(ново)греческий словарь
—
διαβαστερός
—
εξουσιοδότηση
—
βραχνιάζω
—
στενογραφικά
—
εμπειρογνωμοσύνη
—
οζώδης
—
καταστρεπτικότητα
—
λογγιά
—
ανάρρηση
—
πειθήνιος
—
νοικιάζω
—
κόμμα
—
λατόμία
—
κυκλικός
—
απαρνησιά
—
αποβιταμινωμένος
—
κάκωση
—
καμπουριασμένος
—
δωσιλογισμός
—
μπλοφάρω
—
ανατινάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве