|
η домоводство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово домоводство? — οικοκυρική как с (ново)греческого переводится слово οικοκυρική? — домоводство — κατάληξη — γαιανθρακοφόρος — κοιτάζω — μελοχροινούλα — Σύρος — απολαύω — ασπρομουριά — γλυκαίνω — προεσπερίδα — διπρόσωπος — ανεμοσάλεμα — οχλεύς — αεριαγωγός — εμφανίζω — κόλλοψ — απυράκτωτος — απλησίαστος — βροντοκόπημαι — αδιάρλητο — δεινό — ξεφτίζω |
|||