|
ο монтажник, сборщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монтажник? — μονταδόρος как на (ново)греческом будет слово сборщик? — μονταδόρος как с (ново)греческого переводится слово μονταδόρος? — монтажник, сборщик — τηλεγραφήτρια — προειρημένος — λιγνίνη — στόκος — αγαθιόρης — αδράνεια — βουνήσχος — παλιογυναίκα — αναφτούμενος — ναυτολόγος — απαράσκευον — εργατόπαιδο — εξέλαση — εξομαλύνω — φρέσκος — στολιδούμαι — τσαρούχι — εξοργισμός — αδράχτι — γόητρον — μπουρτζόβλαχος |
|||