Новогреческий словарь
αγήτευτος
αγήτευτ|ος
1)
не испытавший чар
;
2)
не поддающийся чарам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не испытавший чар
? —
αγήτευτος
как на
(ново)греческом
будет слово
не поддающийся чарам
? —
αγήτευτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγήτευτος
? — не испытавший чар, не поддающийся чарам
#
(ново)греческий словарь
—
αποδιοργάνωση
—
αψιχάλιστος
—
τρεμουλιάρης
—
διαφθορείο
—
τρυγητός
—
σώνομαι
—
ιχθυοκομία
—
πνευματούχος
—
κονιδιάζω
—
αντιμετωπίζω
—
αρχιδούκας
—
αυτομετατροπέας
—
διακήρυξη
—
μεταχειρίζομαι
—
οργανοποιείο
—
αμνηστεύω
—
ανταπαιτώ
—
υπόστεγο
—
αχερόμυαλος
—
δεματολογος
—
συστηματικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,