|
ο «цамикос» (народный танец); === γίνομαι ~ ταμπάκος — становиться надоедливым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цамикос? — τσάμικος как с (ново)греческого переводится слово τσάμικος? — цамикос — λογχωτός — καταλώ — ξενοιάζω — δενδροτομώ — πτωχευμένος — αρμάτα — κατοπτευτήριο — χορτάζομαι — ανασβολιά — απληροφόρητος — κιβδηλοποιείον — Μαλαϊοι — νουμιδή — εγκαθίσταμαι — γαϊδουράγκαθο — βρόμα — ακακολόγητος — καπνοκαλλιεργεια — ξορκισμός — όλον — κουταλιάζω |
|||