|
η (длинная) борода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово борода? — γενειάδα как с (ново)греческого переводится слово γενειάδα? — борода — ματσωμένος — ανυφαντού — καλαμώνω — ενδοσπέρμιο — ίδια — μαδαρῶ — συνιδιοκτήτης — τοίχωμα — ξαγορασμός — χιονοστιβάδα — ψιθύρισμα — ευμένεια — μυδραλιοβόλο — επισκευάσιμος — τορνευτός — κομπασμός — εξυπνοπούλι — ησυχία — ξαρμυρισμένος — ψυχωσικός — υποδηματοποιείο |
|||