|
(-ατός) τό кожа; шкура; χρυσόμαλλον ~ — золотое руно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожа? — δέρας как на (ново)греческом будет слово шкура? — δέρας как с (ново)греческого переводится слово δέρας? — кожа, шкура — θερμομετρογράφος — μοναρχο-φασίστας — πειθαναγκασμός — αραπόσυκο — αναποφασιστικότης — τρυγώ — ἀνάστημα — αποθωρακίζω — ερεθίζω — ξεκόφτω — κυπαρίσσινος — λογοκρισία — ζύγιασμα — σαλτάρω — κόνικλος — φόρτιση — ουρολόγος — κουλάκικος — ιταμά — ασυνήθης — εισήλθα |
|||