Новогреческий словарь
απαραδειγμάτιστος
απαραδειγμάτιστ|ος
беспримерный, беспрецедентный
;
~η κακοήθεια — невиданная подлость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беспримерный
? —
απαραδειγμάτιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
беспрецедентный
? —
απαραδειγμάτιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαραδειγμάτιστος
? — беспримерный, беспрецедентный
#
(ново)греческий словарь
—
αναμόχλευμα
—
ανθρωπομορφικά
—
σκυθρωπασμένος
—
δεματού
—
σιαλισμός
—
δυναμογόνος
—
αθέμιτος
—
απικρος
—
βελτιώνομαι
—
φιλοθηρία
—
αδέξια
—
αδικοκρατία
—
ημίπαλτο
—
τηλεκατευθυνόμενος
—
πρίγκιπας
—
αποβιώνω
—
τριγωνικός
—
προκαλώ
—
υλοτόμηση
—
σπαρτιάτικα
—
άθληση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве