|
электропроводный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электропроводный? — ηλεκτραγωγός как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτραγωγός? — электропроводный — πανελλήνιος — αεροθεραπευτήριον — νέμεση — αξεκόλλητος — ξεθάρρεμα — γάβρα — κομμωτικός — αναιτιολόγητος — κακόκαρδος — γαλλοφιλία — μικρογραφικός — αποκήρυκτος — αναπόδεικτος — ζωύφιο — τεχνική — αμοιριά — μάλλον — σανιδοειδής — καντηλιέρης — αμπελουργία — υπόμισθος |
|||