ηλεκτραγωγός

формы словаβ
ηλεκτραγωγός
электропроводный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово электропроводный? — ηλεκτραγωγός
как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτραγωγός? — электропроводный


πανελλήνιοςαεροθεραπευτήριοννέμεσηαξεκόλλητοςξεθάρρεμαγάβρακομμωτικόςαναιτιολόγητοςκακόκαρδοςγαλλοφιλίαμικρογραφικόςαποκήρυκτοςαναπόδεικτοςζωύφιοτεχνικήαμοιριάμάλλονσανιδοειδήςκαντηλιέρηςαμπελουργίαυπόμισθος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit