Новогреческий словарь
ηλεκτραγωγός
ηλεκτραγωγός
электропроводный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
электропроводный
? —
ηλεκτραγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλεκτραγωγός
? — электропроводный
#
(ново)греческий словарь
—
χρεωκόπος
—
συζευκτικός
—
διασταλάζω
—
ακούρδιστος
—
αμόργη
—
περιμένω
—
αρρωστάω
—
πυθαγόρειος
—
δοξοπηγή
—
νισεστές
—
ιμάτιον
—
φτυστός
—
τηλεφωτογραφία
—
αχαλάρωτος
—
τουλουμοτύρι
—
αποπέμπω
—
αμπελήσιος
—
ανιχνευτήρας
—
χειροκροτώ
—
φανταχτερά
—
λύτρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве