|
болеть родовой горячкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеть родовой горячкой? — αρμενίζομαι как с (ново)греческого переводится слово αρμενίζομαι? — болеть родовой горячкой — τικτόμενος — νταραβέρι — γιάσμα — λοφιοφόρος — αλευρέμπορας — επιβήτωρ — πενθερός — αποπλύδι — ετικέττα — υδραγωγός — εκατοστός — αλλαντοποιός — παρακάμνω — καπινός — γίδινος — υγροσκοπία — αψείριστος — πετρελαιοφόρο — αναμηρυκάζω — εξελεγκτέος — κλούβιασμα |
|||