|
το мор. полдник (у военных моряков) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полдник? — άριστον как с (ново)греческого переводится слово άριστον? — полдник — γηρατείον — αλοπήγιον — τυραννίδα — αεριοωθούμενο — δίχτυ — κυκλωτικός — χαζοκούτι — φεγγαριάτικο — πρόσβαση — χερσοτόπι — πλιγούρι — πιγκώνομαι — χρηστότητα — σουλτάνα — ακρουρά — μαστουρεμένος — εκατοντούτης — σαγόνι — απορρίπτω — μπουνταλού — μαδίζω |
|||