|
горный, горнорудный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горный? — μεταλλευτικός как на (ново)греческом будет слово горнорудный? — μεταλλευτικός как с (ново)греческого переводится слово μεταλλευτικός? — горный, горнорудный — αλεύκαστος — σπερματικός — αραποβλογιά — αδιάστικτος — γουρνάρτις — διαβουλεύομαι — στροβιλοκινητήρας — καλφαλίκι — τερψιλαρύγγιο — παρασκεύασμα — επιτροχάδην — ξαρροβωνιάζω — ανεπιφανής — αντικρινά — καραβάκι — κυβοειδής — χυδαιοποιώ — σαζάνι — αλκοολίκι — άπαις — φέξιμο |
|||