|
заложенный (нос) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλωμένος? — — ρομπότ — ξεσκούριασμα — ξάδερφος — απανταχού — αναπολόγητος — ριψοκινδυνεύω — προφέρνω — διαμφισβητώ — εναρμόνισις — αποχωρισμός — αλατωρυχία — τέσσεροι — ράβδος — εκατοστόμετρο — παράθλαση — αφεντικός — λυπημός — βραδυνός — κανταρτζής — αντικατοπτρίζω — επηρεάζω |
|||