|
το мор. солемер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солемер? — αλατόμετρο как с (ново)греческого переводится слово αλατόμετρο? — солемер — ισοταχής — πολωσίμετρο — αδιενέργητος — αριστοτέχνισσα — μαγιό — προσβλητικός — σμιγάδι — γυναικίστικος — ακτινίδιο — χειροτερεύω — προπαίρνω — αποβύζι — ανεδύθην — προσωπολατρεία — διηπειρωτικός — καστανός — μοσχομάγκα — μουσκλιάζω — λιθογνώμωνας — ιδιόγραφος — ομοφυής |
|||