|
το : επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυρόν? — — χριστιανικός — περιλαβαίνω — ήγαγον — εκτίθεμαι — βλεννογόνος — συντροφικά — αλλαξοπιστία — αυτοπλαστικός — εικοσάκις — κοντήτερος — λαφάκι — μασχάλη — παραγγελιοδότις — λιβάνισμα — σάκχαροτό — εξωκοινοβουλευτικές — αιματόξυλο — φουντωτός — συγκινημένος — ακρόρριζο — νεκροφιλία |
|||