ξυρόν

формы словаβ
ξυρόν
το :
          επί ~ού ακμής — в критическом состоянии; на краю гибели; (ступать) по острию ножа



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ξυρόν? —


χριστιανικόςπεριλαβαίνωήγαγονεκτίθεμαιβλεννογόνοςσυντροφικάαλλαξοπιστίααυτοπλαστικόςεικοσάκιςκοντήτεροςλαφάκιμασχάληπαραγγελιοδότιςλιβάνισμασάκχαροτόεξωκοινοβουλευτικέςαιματόξυλοφουντωτόςσυγκινημένοςακρόρριζονεκροφιλία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit