|
древний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово древний? — παλαιικός как с (ново)греческого переводится слово παλαιικός? — древний — υπερηφάνεια — ομότιμος — σύμφυση — κερματίζω — φαγέδαινα — αρπαχτικότητα — συγκρατημένα — χαρτοδεσία — αστέφανος — δικράνι — ονειρεμένο — ψεύδος — νυχάκι — λαχταράω — υποτίθεται — σημαιοστολισμός — βαθιοκοιμίζω — περίσφιγξις — βλάχικα — εκλεκτικισμός — αζούλιγος |
|||