Новогреческий словарь
δίκοπος
δίκοπ|ος
обоюдоострый
;
~ο μαχαίρι — а) обоюдоострый нож; б) перен. палка о двух концах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обоюдоострый
? —
δίκοπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίκοπος
? — обоюдоострый
#
(ново)греческий словарь
—
γαλουχία
—
παλληκαρήσιος
—
μουντζούρα
—
ερευγμός
—
λεμφοκύτταρον
—
προτελευτώ
—
χαλικίτις
—
καρδιά
—
κατσοόφιασμα
—
ψευδεπίγραφος
—
καλοτυχίζω
—
ανευλαβής
—
φαγεδαινισμός
—
ελαιοδεκάτη
—
φουμισμένος
—
κάσσα
—
μερακλού
—
εξαγορευτής
—
συρίκτρα
—
γατσούνι
—
ταiνιοσκώληκες
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,