|
η пожар; εξερράγη ~ — вспыхнул пожар; σβήνω τήν ~ — потушить пожар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пожар? — πυρκαϊά как с (ново)греческого переводится слово πυρκαϊά? — пожар — ενήλικος — γιός — διεκρέω — σάψαλο — αφίπταμαι — κληρονόμος — ζαβώνω — κατάψυξη — εθνοκτονία — εσώθην — αγριάνηθο — ακράτητα — φτωχούλης — χύση — κρεμάζω — απλυσιά — ακαματωσύνη — ξαναγαπώ — αμπόλιαστος — μεμονωμένος — μεγάλυνση |
|||