|
το мускатный орех #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мускатный орех? — μοσχοκάρυδο как с (ново)греческого переводится слово μοσχοκάρυδο? — мускатный орех — χειροτεχνικός — διπλοψηφίζω — αλακάπα — διαφέντευμα — δεκαπλασίαση — μάχιμος — γεύομαι — αποτυφλωτικός — αλιθοβόλητος — γύμνωση — αιματώδικος — μπεγέντισμα — άφτειαστος — μοσχοπουλάω — φαταλιστής — παραδάκι — απαντώ — μπατόν — επιπεδόκυρτος — βουκολώ — βαμβακοσυλλέκτης |
|||