|
рабочий (о скоте) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рабочий? — καματάρικος как с (ново)греческого переводится слово καματάρικος? — рабочий — γκεβεζελίκι — καταρρέων — φρύττω — αδένια — κηρίον — ορνιθοτροφείο — ελικοτομία — τσιγγενές — πηγαδόπετρα — ευκαιρώνω — διχάζω — τηλεκατευθυνόμενος — διάνεμα — πολυμελής — αναμιγνύομαι — βουτσάς — κοσμοσύχναστος — αξέχαστος — ασκημούτσικος — δυσκατανόητος — ταχύπλους |
|||