Новогреческий словарь
κοψοκεφαλιάζω
κοψοκεφαλιάζω
1)
обезглавливать
;
2)
обкорнать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обезглавливать
? —
κοψοκεφαλιάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
обкорнать
? —
κοψοκεφαλιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοψοκεφαλιάζω
? — обезглавливать, обкорнать
#
(ново)греческий словарь
—
αιγυπτιώτικος
—
ηπατορραγία
—
υδροδείχτης
—
ανεμπόδιστος
—
γραμματοσημεμπορία
—
πατριδολατρία
—
εκατοστημόριο
—
ταυτογνωμονώ
—
ισχίο
—
ματαγίνομαι
—
δανειοδοτικός
—
ιλύς
—
κακοπορεομαι
—
μελιγγίτης
—
εμμηνόρροια
—
σχωρεμένος
—
ριζάρι
—
ψηλαφώ
—
παραβατικός
—
ασυμπλήρωτος
—
επιμολύβδωσις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве