|
η 1) близость; интимность; 2) фамильйрность; φέρνομαι μέ ~ или κάνω κατάχρηση ~ς — фамильярничать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близость? — οικειότητα как на (ново)греческом будет слово интимность? — οικειότητα как на (ново)греческом будет слово фамильйрность? — οικειότητα как с (ново)греческого переводится слово οικειότητα? — близость, интимность, фамильйрность — μυροπωλείο — πόδι — γάμπια — αξεκαθάριστος — συγκρουσιακός — εκκείμενος — σύμμικτος — λιθογραφικός — γιατρολόγημα — συμβιβάσιμος — ανυψωτικός — χρωματοπωλείο — σταλαγμός — καταδολίευσις — ανεπίστρεπτα — συναρπαγή — χειρότερο — αλλοιθωριά — εικοτολογώ — ακώλυτος — γαϊδουρινός |
|||