|
το кожаный ремень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кожаный ремень? — λουρόπετσο как с (ново)греческого переводится слово λουρόπετσο? — кожаный ремень — διάφορο — αμίμητο — πονοψυχιά — Σκανδιναυός — παλιούρι — ιάσμινος — υστεροσκόπιον — μπερεκετλίδικος — παραγνώρισμα — θρανίο — αργυροχόος — επικρέμαμαι — γιδάς — Γύφτος — αντεράκι — Νεκτάριος — αναρίθμητος — απόλυση — γκεσέμι — γωνίωμα — πεδιάδα |
|||