|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαθύμετρο? — — κοσμητικόν — κρούσομαι — λιθόκονις — λήγοντας — κολλογόνος — αναστατικός — αδιαλόγιστος — ξανανθίζω — διάθυρο — αντιπαράταξη — μεταξοβιομηχανικός — διχρονίτικος — μουζικάντης — εξάρτημα — λοξοκοίταγμα — μορμονισμός — ζαρταλούδι — τσεχοσλοβακικός — τοιχοκόλλημα — δαγκωτός — πιτσιρίκα |
|||