|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγγελοβλεπούσα? — — αρκουδόμουτρο — χοληφόρος — ακακοπέραστος — ζάλο — λιοτριβιό — ρίνισμα — περνοδιαβαίνω — βακτηρία — αγγελομάχημα — ιάσιμος — φόβος — ιστιοφόρος — βρογχοκήλη — αγριωπά — εικονικότητα — αμάλλιαγος — σταφιδόπανο — φαρμακευτής — αρχέτυπος — υπερκορεννύω — τουφεξής |
|||