|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επαγγελματικότητα? — — ρωμαλεότητα — υστερότοκος — άμαθος — ανειδοποίητος — γλάρος — γκιαούρης — ολμίσκος — ουροκυστίτιδα — ανατριβή — ζαγγανάς — καθαιρώ — σούρουπα — λωτός — φόρτε — απώγων — μεταφέρνω — απρόφθαστος — διπλασιασμένος — εκείσε — διαλείπω — αηδονόλαλος |
|||