|
малочисленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малочисленный? — ευάριθμος как с (ново)греческого переводится слово ευάριθμος? — малочисленный — γερακιανός — αρμεγός — μαγιά — ανακυκώ — χορδοποιείο — απροσδόκητα — οργανογένεση — γλαύξ — χειροτέρεμα — θρήνος — ανδρώνομαι — φραγκοπαπαδιά — κουρελού — επίπεδες — βιβλιαγορά — σκοτούρα — τραγήματα — αμήχανος — ξυλένιος — ανωκάτω — ηλεκτροστατική |
|||