|
ο торговец птицей ( курами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговец птицей? — κοτέμπορος как с (ново)греческого переводится слово κοτέμπορος? — торговец птицей — τρυσμός — χρυσομάλλης — εντυπωσιακός — μητριαρχία — αποσυνηθίζω — ηρεμία — αναγεννητικός — σπρωξιά — πουστάρα — σφυροκόπηση — δεματού — ασύμπαθος — αγκάλη — ραχατλίδικος — ολοσκόρπιστος — εκλέξιμο — γραφίστας — εκφυλιστικός — σταυραδερφός — τριετής — κίτρινο |
|||