|
1. жвачный; 2. : τά ~ά — жвачные животные #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жвачный? — μηρυκαστικός как с (ново)греческого переводится слово μηρυκαστικός? — жвачный — ενεργώ — αντίκα — σωπαίνω — κλώσμα — αβάσταχτος — αρχαιολάτρης — προσφυγικός — αστερήσιος — τέντυ-μποΰστικος — αφαλατώνω — σποροδιαλογέας — σταυρόκομπος — ασφοδήλι — μολυβδώνω — βρικέττα — διαβιώ — κρεολή — ενδοαγγειακός — αμαρεύω — κωπηλατικός — κοπελλούδα |
|||