|
(-όντος) ο зуб; === οδόντα αντί οδόντος — зуб за зуб; βρυνμός τών οδόντων — [phrase]зуб на зуб не попадает [/phrase] (от страха, холода) ; τριγμός τών οδόντων — скрежет зубовный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зуб? — οδούς как с (ново)греческого переводится слово οδούς? — зуб — θέα — συνείδηση — νωρίτερα — γήπεδο — εξασθένωση — λαχανοπώλης — χάρτης — απανθίζω — τρίεδρος — βιράρισμα — τόνωση — πολυσταυρία — ανυπότακτο — τσαρδάκι — γκελμπερή — τηλεφωνήτρια — λυράκι — χέλι — καρβύνιο — συγκαταρίθμησις — αρραβωνιάζω |
|||