|
η уха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уха? — βραστή как с (ново)греческого переводится слово βραστή? — уха — ιπποτροφείο — εργολήπτης — πιάσμα — διαφύλαξη — δέστρα — καλπαστικός — σάχλας — σαφής — αληθοποιώ — κωλοβελόνηδες — ατμαντλία — επικολλώ — γουρουνομύτης — συμβούλιο — αντικτύπημα — σπερματογονία — έλατο — ταυτόφωνος — ευστοχώ — εφτάζυμος — αφορολόγητος |
|||